- ὀσμώμενα
- ὀσμάομαιsmell atpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οσμώμαι — ὀσμῶμαι και επικ. τ. ὀδμῶμαι, άομαι (Α) [οσμή] 1. αντιλαμβάνομαι μέσω τού αισθητηρίου τής όσφρησης την οσμή που αναδίδει κάποιο πράγμα, οσφραίνομαι 2. έχω την αίσθηση τής όσφρησης 3. μτφ. α) προαισθάνομαι β) παρατηρώ ή καταλαβαίνω κάτι 4. (το ουδ … Dictionary of Greek